Φαινόμενα-«εκτροπές» ο πολιτικός γάμος, η μονογονεϊκή οικογένεια, η ελεύθερη συμβίωση & ο γάμος των ομοφυλοφίλων
Στην εισήγησή του την Πέμπτη στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας που είχε θέμα «Εκτροπές του οικογενειακού θεσμού στη σημερινή πραγματικότητα - νομικές, ηθικές και κοινωνικές προεκτάσεις», ο μητροπολίτης Νέας Σμύρνης, Συμεών ανέφερε ότι σύγχρονα σχήματα οργάνωσης του ιδιωτικού βίου των ανθρώπων, όπως εναλλακτικές μορφές οικογένειας, για την Εκκλησία και την θεολογία της περί γάμου και οικογένειας συνιστούν «εκτροπές» του οικογενειακού θεσμού.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τον μητροπολίτη Νέας Σμύρνης φαινόμενα-«εκτροπές» είναι ο πολιτικός γάμος, η μονογονεϊκή οικογένεια, η ελεύθερη συμβίωση και ο λεγόμενος γάμος των ομοφυλοφίλων.
Σε άλλο σημείο της εισήγησής του, ο κ. Συμεών είπε ότι ο γάμος και η οικογένεια, γεγονός κατ' εξοχήν εκκλησιαστικόν και κοινωνικός θεσμός θεμελιώδους σημασίας γίνεται, όλο και περισσότερο, ατομική υπόθεση που εντάσσεται στη σφαίρα του ιδιωτικού βίου.
------------------------------------------
Η ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗ ΝΕΑΣ ΣΜΥΡΝΗΣ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ
«Εκτροπές του οικογενειακού θεσμού εις την σημερινήν πραγματικότητα»
«Τό θέμα πού μοῦ ἀνετέθη νά ἀναπτύξω ἐνώπιόν Σας ἀπό τόν Μακαριώτατο Πρόεδρο καί τούς Σεβασμιωτάτους ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, μέλη τῆς Δ.Ι.Σ. τῆς 154ης Συνοδικῆς Περιόδου, πρός τούς ὁποίους ἐκφράζω τίς εὐχαριστίες μου γιά τήν τιμή καί τήν ἐμπιστοσύνη τους πρός τήν ἐλαχιστότητά μου, ἔχει τόν τίτλο «Ἐκτροπές τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ εἰς τήν σημερινήν πραγματικότητα —νομικές, ἠθικές καί κοινωνικές προεκτάσεις».Ἅμα τῇ ἀναθέσει τῆς εἰσηγήσεως ἐπεδίωξα νά πληροφορηθῶ τί ἀκριβῶς κατά τόν καθορισμό τῶν θεμάτων ἐλέχθη στή σχετική συνεδρία τῆς Δ.Ι.Σ., προκειμένου νά προσπαθήσω νά ἀνταποκριθῶ ἀναλόγως. Ὁμολογῶ ὅτι τό ἀπόσπασμα Πρακτικοῦ τῆς σχετικῆς Συνεδρίας, τό ὁποῖο παρεκάλεσα νά μοῦ δοθεῖ καί μοῦ ἐστάλη, δέν μέ βοήθησε στήν ἀποσαφήνιση τῶν ζητουμένων τοῦ ἀνατεθέντος εἰς ἐμέ θέματος.
Ὡς ἐκ τούτου ἡ προσέγγιση καί τό περιεχόμενο τῆς εἰσηγήσεως διαμορφώθηκε μέ βάση τήν προσωπική ἐκ μέρους μου κατανόηση τοῦ θέματος.
Κατ᾽ ἀρχήν ὁ ὅρος «ἐκτροπές», συνήθης στή δική μας γλώσσα τῶν ἐκκλησιαστικῶν, εἶναι δύσκολο ἕως ἀδύνατο νά γίνει ἀποδεκτός εὐρύτερα. Αντίθετα, οἱ ὅροι πού χρησιμοποιοῦνται στήν Κοινωνιολογία τῆς σύγχρονης οἰκογένειας εἶναι ἐναλλακτικά πρός τή συμβατική οἰκογένεια σχήματα ἤ ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας
[1]. Ἡ ἀξιολόγηση αὐτῶν τῶν σχημάτων ὀργάνωσης τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου τῶν ἀνθρώπων μέ βάση τά κριτήρια τῆς χριστιανικῆς θεολογίας περί γάμου καί οἰκογένειας εἶναι ἀσφαλῶς ἀρνητική. Ἡ ἀντίθεση τῆς Ἐκκλησίας δεδομένη. Ἡ σύγκρισή τους μέ τόν Χριστιανικό γάμο καί τή χριστιανική οἰκογένεια ὡς «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία»
[2], ὅπως ἐπικράτησε νά ὀνομάζεται, μᾶς ἐπιτρέπει τόν χαρακτηρισμό τους ὡς ἐκτροπές. Ὡστόσο, οἱ παραδοσιακοί χαρακτηρισμοί ἀρνητικῶν φαινομένων καί καταστάσεων σήμερα σοκάρουν καί προκαλοῦν ἀντιδράσεις, διότι οἱ πλεῖστοι τῶν ἀνθρώπων —ἀκόμη καί βαπτισμένοι χριστιανοί— ζοῦν καί σκέπτονται ἀγνοώντας τόν λόγο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τούς ἱερούς Κανόνες, γενικότερα τό ἦθος καί τή γλώσσα τῆς Ἐκκλησίας.
«Ἐκτροπές τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ» ἤ «ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας» στή σημερινή πραγματικότητα συνιστοῦν φαινόμενα τά ὁποῖα ἀποδεικνύουν τήν ἐκκοσμίκευση καί ἀποχριστιάνιση τῶν συγχρόνων κοινωνιῶν, κοινωνιῶν καί λαῶν ἐν τούτοις μέ ἕνα πλούσιο χριστιανικό παρελθόν. Αὐτό ἐν πολλοῖς ἰσχύει καί γιά τήν ἑλληνική κοινωνία.
Οἱ λόγοι πολλοί καί διάφοροι.
Βαθύτεροι, ἡ φιλοσοφία τοῦ Διαφωτισμοῦ καί ἡ ἀντίληψη περί ἐλευθερίας ὡς δυνατότητας ἀπεριόριστων ἀτομικῶν ἐπιλογῶν.
Ἡ θεοποίηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων, ἡ ὁποία ἐκ τῶν πραγμάτων ἀπομειώνει τήν ἠθική δέσμευση, τήν αἴσθηση τοῦ χρέους, τήν κοινωνική εὐθύνη, τό πνεῦμα τῆς θυσίας.
Ὁ γάμος καί ἡ οἰκογένεια ἀπό γεγονός κατ᾽ ἐξοχήν ἐκκλησιαστικό καί κοινωνικός θεσμός θεμελιώδους σημασίας γίνεται, ὅλο καί περισσότερο, ἀτομική ὑπόθεση πού ἐντάσσεται στή σφαίρα τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου.
Ἡ πτώση τῆς δημοτικότητας τοῦ γάμου καί ἡ ἀποδυνάμωση τοῦ οἰκογενειακοῦ θεσμοῦ λόγω ἐπαναστατικῶν μεταβολῶν πού συντελοῦνται καθημερινά.
Ἡ μείωση τῆς γαμηλιότητας.
Ἡ ἀνοχή ἤ, ἀκόμη περισσότερο, ἡ κοινωνική ἀποδοχή τῶν προγαμιαίων σεξουαλικῶν σχέσεων.
Ἡ ἐξάλειψη τῶν προκαταλήψεων ὡς πρός τίς ἄγαμες μητέρες καί ἡ νομική προστασία τῶν ἐξώγαμων παιδιῶν, πού συνεχῶς αὐξάνουν.
Ἡ αὔξηση τῶν διαζυγίων.
Ἡ ἐπιθυμία τῶν γυναικῶν γιά αὐτονομία, κυρίως μεταξύ τῶν περισσότερο μορφωμένων καί οἰκονομικά ἀνεξάρτητων.
Ὑπό τήν ἐπίδραση τῶν γυναικείων ἀπελευθερωτικῶν κινημάτων διαμορφώνεται ἕνας καινούργιος τρόπος ζωῆς, στά πλαίσια τοῦ ὁποίου ὁ γάμος δέν ἀποτελεῖ τό ἄλφα καί τό ὠμέγα τῆς ζωῆς τῆς γυναίκας καί ὁ ἔρωτας δέν συνδέεται πλέον μέ τόν γάμο [3].
Ὅλοι αὐτοί οἱ λόγοι —ἴσως καί ἄλλοι— συνετέλεσαν στήν ἐμφάνιση μορφῶν γάμου καί ὀργάνωσης τοῦ οἰκογενειακοῦ βίου, οἱ ὁποῖοι ὑπό τό φῶς τῆς χριστιανικῆς διδασκαλίας περί γάμου καί οἰκογένειας θεωροῦνται ἐκτροπές καί κατά τή σύγχρονη ἐκκοσμικευμένη ἀντίληψη ἐναλλακτικές μορφές οἰκογένειας.
«Μέ ποιμαντική διάσταση», ὅπως ἐλέχθη στή Δ.Ι.Σ. κατά τόν ὁρισμό τῶν θεμάτων [4], θά ἐξετάσουμε μέ κάθε δυνατή συντομία τέσσερα φαινόμενα ἐξαιρετικά ἐπίκαιρα γιά τήν ἑλληνική πραγματικότητα καί τά ὁποῖα παρουσιάζουν καί γιά μᾶς ἰδιαίτερο ποιμαντικό ἐνδιαφέρον : τόν πολιτικό γάμο, τή μονογονεϊκή οἰκογένεια, τήν ἐλεύθερη συμβίωση καί τόν λεγόμενο γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων.
1. Ὁ πολιτικός γάμος
Ὅπως εἶναι γνωστό, μετά ἀπό ἕνδεκα αἰῶνες ἡ Πολιτεία ἐν ἔτει 1982 μέ τόν Νόμο 1250 καθιέρωσε τόν πολιτικό γάμο, ἀποδεχθεῖσα ἐν τέλει κάτω ἀπό τή σθεναρή ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας τόν προαιρετικό χαρακτήρα του.
Ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας συγκληθεῖσα ἐκτάκτως τόν Ἰανουάριο τοῦ 1982 ἀπευθύνθηκε μέ τήν ὑπ᾽ ἀριθμόν 2309/21-1-1982 Ἐγκύκλιό της «Πρός τόν εὐσεβῆ ἑλληνικόν λαόν». Στήν ἐν λόγῳ Ἐγκύκλιο μεταξύ τῶν ἄλλων τονιζόταν :
«Εἶναι ἀληθές, ὅτι δέν νοεῖται χριστιανός ὀρθόδοξος, ἀνήκων εἰς τήν Ἐκκλησίαν, καί μή τηρῶν τήν διδασκαλίαν της καί μάλιστα τήν δογματικήν. Διά τοῦτο καί εἶναι σαφές ὅτι, ὁ τελῶν πολιτικόν γάμον, ὄχι μόνον δέν τελεῖ ἔννομον καί κανονικήν σύζευξιν κατά τήν τάξιν τῆς θρησκείας, ἀλλά καί καταπατεῖ δημοσίᾳ καί ἐνσυνειδήτως τήν περί τῶν 7 Μυστηρίων δογματικήν διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ Ἱ. Σύνοδος κρίνει ὅτι ὁ οὕτω συμπεριφερόμενος ἐκφράζει τήν θέλησιν καί προχωρεῖ εἰς τήν ἐκπλήρωσίν της, ὅπως παύσῃ τοῦ λοιποῦ ἀνήκων οὐσιαστικῶς εἰς τήν ἐξ ἧς προέρχεται Ἐκκλησίαν. Ἡ συνέπεια και εἰλικρίνεια ἐπιβάλλει ὁ τοιοῦτος νά παύσῃ καί τυπικῶς πλέον νά ἀνήκῃ εἰς τούς κόλπους της» [5].
Ἀκολούθησε ἡ ὑπ᾽ ἀριθμόν 2328 Ἐγκύκλιος τῆς Δ.Ι.Σ. τήν 20ή Ὀκτωβρίου 1982 μέ θέμα «Ποιμαντορική μέριμνα τῆς Ἐκκλησίας ἐν σχέσει μέ τόν Πολιτικόν Γάμον». Ἐπαινοῦσα ἡ Ἱ. Σύνοδος τούς Δημάρχους καί Κοινοτάρχες πού ἀρνήθηκαν νά τελέσουν Πολιτικούς Γάμους καί ἐπισημαίνουσα τήν πνευματική εὐθύνη ὅσων ἐκ τῶν δημοτικῶν ἀρχόντων ἐτέλεσαν πολιτικούς γάμους, κατέληγε συνιστώντας ἀορίστως πατρική ποιμαντική μέριμνα «διά τά ζεύγη τῶν Ὀρθοδόξων Χριστιανῶν τά τελέσαντα πολιτικόν γάμον, ἵνα ταῦτα, μεταμελούμενα, τελέσωσι τόν θρησκευτικόν γάμον, διά νά ἐπανασυνδεθῶσι μετά τῆς Μητρός Ἐκκλησίας» [6].
Ἡ ἄρνηση ὁρισμένων ἱερέων νά βαπτίσουν παιδιά πού προῆλθαν ἀπό γονεῖς πού συνῆψαν πολιτικό γάμο προκάλεσε τήν ὑπ᾽ ἀριθμόν 2395/5-9-1984 Ἐγκύκλιο τῆς Δ.Ι.Σ. [7] ἡ ὁποία συνιστοῦσε τή βάπτιση αὐτῶν τῶν παιδιῶν. Ἡ ἐπιχειρηματολογία τῆς Ἐγκυκλίου εἶναι ἐλάχιστα πειστική. Καί, φυσικά, δέν ἀγγίζει τό ζήτημα πῶς θά ἀνατραφοῦν καί πῶς θά διαπαιδαγωγηθοῦν χριστιανικά τά παιδιά πού βαπτίσαμε, τά ὁποῖα ζοῦν καί διαπαιδαγωγοῦνται ἀπό γονεῖς πού γιά λόγους ἰδεολογικούς καί μέ πολύ φανατισμό (περί αὐτῶν ὁ λόγος) ἀντί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου ἐπέλεξαν τόν πολιτικό γάμο καί οὐσιαστικά ἔχουν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Ἡ ὑπ᾽ ἀριθμόν 2665 Ἐγκύκλιος τῆς 4ης Νοεμβρίου 1998 ἀντιμετωπίζει τό ζήτημα «Περί τῆς κηδείας τῶν τελεσάντων πολιτικόν Γάμον». Στήν ἐν λόγῳ ἐγκύκλιο καταβάλλεται προσπάθεια νά ἐξηγηθοῦν οἱ λόγοι γιά τούς ὁποίους ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἱεραρχίας τόν Ἰανουάριο τοῦ 1982 ἤχθη στήν ἀπόφαση κατά τήν ὁποία οἱ τελοῦντες πολιτικό γάμο καί ἐμμένοντες «εἰς τήν ἀπιστίαν αὐτήν ἀποκόπτονται τῆς Ἐκκλησίας ἐξ ἰδίας αὐτῶν ὑπαιτιότητος καί στεροῦνται τῶν εὐλογιῶν καί τῶν εὐχῶν της».
Καθώς ὅμως, ὡς φαίνεται, ὑπῆρξαν ἔντονες ἀντιδράσεις σέ περιπτώσεις ἀρνήσεως ἐκκλησιαστικῆς ταφῆς σέ τελέσαντες πολιτικό γάμο, ἡ Ἐγκύκλιος προτείνει «ὅπως μετά συμπαθείας καί ἄκρας συγκαταβάσεως ἀντιμετωπισθοῦν ὑπό τῶν ποιμένων καί Πνευματικῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, ἔνιοι περιπτώσεις κεκοιμημένων τελεσάντων πολιτικόν γάμον» [8].
Τέλος, ἀπό ἀπάντηση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου σέ ἐρώτημα ἰδιώτου μετά ἀπό γνωμάτευση τῆς Ἐπιτροπῆς Νομοκανονικῶν Ζητημάτων συνάγεται, ὅτι κάποιος (κάποια) πού τέλεσε πολιτικό γάμο κωλύεται νά γίνει ἀνάδοχος [9].
Ἐπί τοῦ ζητήματος τοῦ πολιτικοῦ γάμου συμπερασματικῶς νομίζουμε ὅτι, μετά μάλιστα τρεῖς δεκαετίες ἐφαρμογῆς τοῦ σχετικοῦ Νόμου καί τῶν ζητημάτων πού κατά καιρούς ἀνέκυψαν, ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει
α) νά μελετήσει σφαιρικά τό θέμα·
β) νά ἀποτιμήσει τά στατιστικά δεδομένα·
γ) νά κωδικοποιήσει μέ εὔληπτο καί ποιμαντικά ἐπαγωγό τρόπο τίς μέχρι σήμερα ἀποφάσεις της· και
δ) μέ κάθε πρόσφορο μέσο νά καθοδηγήσει ποιμαντικά ἐπί τοῦ θέματος τόν Ἱερό Κλῆρο καί τό θεοφιλές ποίμνιό της.
2. Ἡ μονογονεϊκή οἰκογένεια
Ἡ αὔξηση τῶν διαζυγίων, ἡ μείωση τῆς γαμηλιότητας καί τῶν δευτέρων γάμων, ἡ ἐπιθυμία τῶν γυναικῶν γιά ἀνεξαρτησία, ἐκφραζόμενη ὡς ἄρνηση τῆς συζυγικῆς σχέσης ἀλλ᾽ ὄχι καί τῆς γονεϊκῆς, ἡ διαφοροποίηση ἐπί τό ἀνεκτικότερον στήν ἀντιμετώπιση τῆς ἄγαμης μητέρας ὁδήγησαν στήν αὔξηση τῶν μονογονεϊκῶν οἰκογενειῶν [10].
Στήν ἐμφάνιση καί τόν πολλαπλασιασμό τους συντείνει ἀκόμη ἡ σύγχρονη ἀντίληψη κατά τήν ὁποία ἀποσυνδέεται ὁ γάμος ἀπό τή γονιμότητα, ὅπως ἐπίσης καί οἱ δυνατότητες πού προσφέρουν οἱ σύγχρονες ἀναπαραγωγικές τεχνολογίες σέ μία γυναίκα νά τεκνοποιεῖ ἐκτός γάμου καί χωρίς οἱασδήποτε μορφῆς σχέση μέ ἄνδρα ἀλλ᾽ ἁπλῶς προμηθευόμενη ἀνδρικά σπερματοζωάρια ἀπό μία τράπεζα σπέρματος!
Ἡ μονογονεϊκή οἰκογένεια κατά κύριο λόγο εἶναι γυναικεία ὑπόθεση, χωρίς, ὡστόσο, νά ἀπουσιάζουν καί μονογονεϊκές οἰκογένειες μέ ἀρχηγό ἄνδρα. Τό σχῆμα αὐτό οἰκογενείας ἔχει ἀντιμετωπισθεῖ καί ἐξακολουθεῖ νά ἀντιμετωπίζεται ὡς ἐκτροπή, ὡς κατάσταση παθολογική πού ἀφορᾶ ἄτομα πού εἶναι (ἤ θά ἐξελιχθοῦν σέ) προβληματικά. Οἱ οἰκογένειες αὐτές θεωροῦνται προϊόντα διάλυσης καί, ἀκόμα, παθογόνες κυρίως ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀνάπτυξη τῶν παιδιῶν καί τήν κοινωνικοποίησή τους. Ἔτσι ἡ προσοχή τῆς κοινῆς γνώμης εἶναι κυρίως στραμμένη πρός τά παιδιά καί λιγότερο πρός τή μητέρα.
Ἡ συνειδητοποίηση ὅτι ἡ αὔξηση τοῦ ποσοστοῦ τῶν μονογονεϊκῶν οἰκογενειῶν μπορεῖ νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπιλογῆς, καί ὅτι ἡ ἐπιλογή αὐτή ἀποτελεῖ ἄρνηση τῆς συμβατικῆς συζυγικῆς οἰκογένειας μετέβαλε κάπως τήν ἀνησυχία τῆς κοινῆς γνώμης, καί τό πρόβλημα πού ἄρχισε νά ἀπασχολεῖ εἶναι οἱ ἐπιπτώσεις τοῦ σχήματος αὐτοῦ, τῆς «ἀπόκλισης» αὐτῆς στή συζυγική οἰκογένεια καί μέσω αὐτῆς στό κοινωνικό σύνολο [11].
Ὅσο καί ἄν τό σχῆμα τοῦτο τῆς μονογονεϊκῆς οἰκογένειας εἶναι περιορισμένης ἔκτασης γιά τήν ἑλληνική πραγματικότητα, ἀπαντωμένο κυρίως στά μεγάλα ἀστικά κέντρα, δέν παύει νά ἀποτελεῖ ἰδιαίτερης ποιμαντικῆς σημασίας ζήτημα τόσο ὡς πρός τήν μητέρα, ἐάν τό σχῆμα συνιστᾶ συνειδητή ἐπιλογή της, ὅσο καί ὡς πρός τό παιδί (ἤ τά παιδιά) μιᾶς οἰκογένειας αὐτοῦ τοῦ τύπου.
Ἐξακολουθεῖ ἡ μητέρα μιᾶς μονογονεϊκῆς οἰκογένειας νά συνδέεται ὡς ζωτικό μέλος μέ τήν Ἐκκλησία; Μπορεῖ νά μετέχει στά μυστήριά Της; Βαπτίζουμε τά παιδιά μιᾶς τέτοιας οἰκογένειας; Ποιμαντικά ἐρωτήματα τά ὁποῖα χρήζουν σοβαρῆς μελέτης καί ἀνάλογων συνοδικῶν ἀποφάσεων.
3. Ἡ ἐλεύθερη συμβίωση
Στίς σύγχρονες κοινωνίες ἐμφανίζεται ὁλοένα καί μέ μεγαλύτερη συχνότητα ἡ ἐλεύθερη συμβίωση ὡς ἐπιλογή καί τρόπος ζωῆς μεταξύ προσώπων διαφορετικοῦ ἤ καί τοῦ ἰδίου φύλου ὡς ἐναλλακτική μορφή οἰκογένειας. Ὁ λόγος κατ᾽ ἀρχήν γιά τήν ἐλεύθερη συμβίωση προσώπων διαφορετικοῦ φύλου, ἄνδρα καί γυναίκας.
Ἡ ἐξάπλωση τοῦ φαινομένου αὐτῆς τῆς μορφῆς συμβιώσεως, δηλαδή ἐκτός θρησκευτικοῦ ἤ πολιτικοῦ γάμου καί τῶν νομικῶν δεσμεύσεων πού αὐτοί δημιουργοῦν, καί ἡ ἀπαίτηση τῶν ἐνδιαφερομένων ἀπό τίς διάφορες κυβερνήσεις καί τά κόμματα γιά νομοθετική ἀναγνώριση καί ρύθμιση αὐτῆς τῆς μορφῆς συμβίωσης κατά τρόπο ἀνάλογο μέ ὅσα ἰσχύουν γιά τή συμβατική οἰκογένεια, ὁδήγησε τά περισσότερα εὐρωπαϊκά κράτη στή θέσπιση σχετικῶν νόμων ἀναγνώρισης τοῦ σχήματος καί παροχῆς ὁρισμένων δικαιωμάτων πού προσφέρει ὁ θεσμός τοῦ γάμου, ὅπως ἐπιδόματα, ἄδειες, εὐνοϊκή φορολογική μεταχείριση, διατήρηση τῆς οἰκογενειακῆς στέγης ἤ κάποιας διατροφῆς, ἀκόμα καί κάποια κληρονομικά δικαιώματα.
Αὐτό ἔγινε καί στή χώρα μας μέ τόν Νόμο 3719/2008 «Γιά τίς μεταρρυθμίσεις γιά τήν οἰκογένεια, τό παιδί, τήν κοινωνία καί ἄλλες διατάξεις», μέ τόν ὁποῖο καθιερώθηκε τό «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης» παρά τίς ἀντιδράσεις τῆς Δ.Ι.Σ. [12], Ἱεραρχῶν, θρησκευτικῶν ἐντύπων, ἀκόμη καί τῆς Συνόδου τῶν ἐν Ἑλλάδι Ρωμαιοκαθολικῶν ἐπισκόπων [13].
Κατά τήν αἰτιολογική ἔκθεση τό «Σύμφωνο» «ἀποτελεῖ ἕνα καθεστώς διαφορετικό ἀπό τό γάμο : πρόκειται γιά μιά ἐναλλακτική μορφή μόνιμης συμβίωσης καί ὄχι γιά μιά μορφή ̒ ̒ χαλαροῦ᾽᾽ γάμου». Καί ὁ τότε ἁρμόδιος Ὑπουργός τῆς Δικαιοσύνης, ἐκφράζοντας τίς κυβερνητικές θέσεις, ὑποστήριζε ὅτι μέ τόν συγκεκριμένο νόμο ἐπιχειρεῖται νά ρυθμιστεῖ νομοθετικά ἕνα ὑπαρκτό κοινωνικό φαινόμενο, δηλαδή ἡ γέννηση παιδιῶν ἐκτός γάμου, οἱ μονογονεϊκές οἰκογένειες πού συνεχῶς αὐξάνονται καί οἱ ἀπροστάτευτες γυναῖκες ἀπό τή μακρόχρονη πολλές φορές ἐλεύθερη συμβίωση. Ἔτσι ἐκτιμᾶται ὅτι μέ τό «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης», ἡ συμβίωση γίνεται «λιγότερο ἐλεύθερη», ἐπιπόλαιη καί ἄδικη, ἀφοῦ συνδέεται μέ ὅρους, συμφωνίες καί δεσμεύσεις [14].
Εἶναι πασιφανές ὅτι ἡ Ἐκκλησία σέ καμία περίπτωση δέν μπορεῖ νά ἀποδεχτεῖ γιά τά μέλη της τό «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης», ὅπως καί τόν πολιτικό γάμο. Ἐν τούτοις, πέρα ἀπό τήν πλήρη καί σαφῆ ἀντίθεσή της, δέν ἔχει τή δυνατότητα νά ἐμποδίσει τήν Πολιτεία νά προβεῖ κατά τήν κρίση της σέ νομοθετικές ρυθμίσεις πού ἀφοροῦν μικρές ἤ μεγάλες κατηγορίες πολιτῶν της, πού δέν ἀνήκουν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἤ ἄλλα ἀναγνωρισμένα θρησκεύματα καί ὁμολογίες καί ἐπιθυμοῦν μιά τέτοιου εἴδους συμβίωση. Ἀναμφίβολα στήν κατηγορία αὐτή θά εὑρεθοῦν καί πολίτες οἱ ὁποῖοι εἶναι βαπτισμένοι ὀρθόδοξοι χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ὅμως ἐμφοροῦνται ἀπό ἰδέες καί ἀντιλήψεις ξένες καί ἀντίθετες πρός τή διδασκαλία, τήν παράδοση καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἀνακίνηση τοῦ ζήτηματος τό 2008 ἐν ὄψει τῆς νομοθετικῆς ρυθμίσεως καί ἡ χρήση ὁρισμένων ὅρων —ἀσφαλῶς ἁγιογραφικῶν καί κανονικῶν ὅπως πορνεία καί παλλακεία, οἱ ὁποῖοι ὅμως σήμερα κατανοοῦνται διαφορετικά—, προκάλεσε τεράστιες ἀντιδράσεις καί ἀπειλήθηκαν ἀκόμη καί μηνύσεις.
Ἀπό τήν ἄλλη πάλι ἡ ἄποψη ὅτι ἀφοῦ μέχρι το 893 μ.Χ., πού ὁ αὐτοκράτορας Λέων ὁ ΣΤ’ ὁ Σοφός κατέστησε ὑποχρεωτική τήν ἱερολογία τοῦ γάμου, καί τά νομικά ζητήματα τοῦ γάμου μέχρι τότε ἀνῆκαν στήν ἀποκλειστική ἁρμοδιότητα τῆς Πολιτείας, γιατί καί τώρα νά μή γίνεται τό ἴδιο δεκτό, ἐπέφερε σύγχυση, ἀποδυναμώνοντας μία παράδοση 10 αἰώνων σέ ὅ,τι ἀφορᾶ τίς σχέσεις τοῦ δικαίου περί τοῦ γάμου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερολογίας του [15].
Ἐν τέλει, τό νομοσχέδιο ψηφίστηκε καί κατέστη νόμος τοῦ Κράτους. Καί ἡ Ἐκκλησία ἔχει χρέος νά μελετήσει καί νά ἀντιμετωπίσει τίς συνέπειες τοῦ «Συμφώνου».
Πρῶτον, πόσο τό συγκεκριμένο σχῆμα συμβίωσης, νομοθετικά κατοχυρωμένο πλέον, ἐπηρεάζει ἀρνητικά τή χριστιανική ἀντίληψη περί γάμου καί οἰκογένειας τῆς σύγχρονης ἑλληνικῆς κοινωνίας.
Δεύτερον, πῶς θά διαφυλάξει τά μέλη της ἐκεῖνα πού γιά διαφόρους λόγους, ἐπιπόλαια καί ἀβασάνιστα, θά ἐπιλέξουν γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα ἤ καί μονίμως τόν συγκεκριμένο τρόπο ἐλεύθερης συμβίωσης ἀντί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱερολογίας τῆς συζυγίας τους.
Τρίτον, ποιά θά εἶναι ἡ στάση της πρός τά μέλη της, τά ὁποῖα συνῆψαν καί ἐξακολουθοῦν νά ζοῦν ὑπό τό καθεστώς «ἐλεύθερης συμβίωσης». Θά ἐπιτρέπει νά μετέχουν στά μυστήριά της καί πρωτίστως στή θεία Εὐχαριστία; Θά βαπτίζει τά παιδιά πού θά προέρχονται ἀπό γονεῖς πού ζοῦν ὑπό τήν ἀνευλόγητη σχέση τῆς ἐλεύθερης συμβίωσης; Τέλος, θά τούς δέχεται ὡς ἀναδόχους ἤ ὡς μάρτυρες (κουμπάρους) στά μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Γάμου; Ἀλλά καί κατά τήν ἐκδημία τους θά ἐπιτρέπει τήν τέλεση τῆς Ἐξοδίου Ἀκολουθίας;
Δυστυχῶς, μέχρι σήμερα αὐτές οἱ παράμετροι δέν ἔχουν ποιμαντικά μελετηθεῖ καί, φυσικά, δέν ἔχουν ληφθεῖ οἱ ἀναγκαῖες συνοδικές ἀποφάσεις.
4. Οἱ γάμοι τῶν ὁμοφυλοφίλων
Ἡ θλίψη, ἡ ἀγανάκτηση καί ὁ προβληματισμός τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ ἱεροῦ Κλήρου καί τῶν πιστῶν μελῶν της, κορυφώνεται μπροστά στή διαγραφόμενη προοπτική τό «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης» πού ὁ νόμος 3719/2008 ἀναγνώρισε γιά τά ἑτερόφυλα ζευγάρια νά ἐπεκταθεῖ καί γιά τά ὁμόφυλα, δηλαδή νά φτάσουμε κατά τή δημοσιογραφική γλώσσα στόν γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων.
Ἤδη δεκαπέντε χῶρες —πρώτη ἡ Ὁλλανδία τό 2001 καί τελευταία ἡ Νέα Ζηλανδία (ἀπό τόν περασμένο Ἀπρίλιο), ἡ πρώτη στήν περιοχή Ἀσίας-Εἰρηνικοῦ— προχώρησαν νομοθετικά (μέ διάφορες παραλλαγές ἀπό χώρα σέ χώρα) στήν ἀναγνώριση τοῦ γάμου μεταξύ προσώπων τοῦ ἰδίου φύλου ὡς ἐναλλακτική μορφή οἰκογένειας.
Πρός τήν κατεύθυνση αὐτή φαίνεται ὅτι ὠθοῦνται τά πράγματα κι ἐδῶ στήν πατρίδα μας16. Μέ ἀφορμή τήν ψήφιση τό 2008 τοῦ Νόμου 3719 γιά τό «Σύμφωνο ἐλεύθερης συμβίωσης» ἑτερόφυλων ζευγαριῶν ὁ τότε Ὑπουργός τῆς Δικαιοσύνης —ὑπουργός τῆς λεγόμενης συντηρητικῆς παρατάξεως— εἶχε ἀνακοινώσει ὅτι εἶχε συστήσει ὁμάδα ἐργασίας, ἡ ὁποία θά μελετοῦσε διεξοδικά τήν προοπτική τῆς θεσμοθέτησης τῆς ἐλεύθερης συμβίωσης καί φιλομόφυλων ἀτόμων [17].
Ὅλοι θυμόμαστε τά ὅσα εἶχαν γίνει τόν Ἰούνιο τοῦ 2008 στήν Τῆλο ἤ διάφορες κατά καιρούς δηλώσεις δημοτικῶν ἀρχόντων, οἱ ὁποῖοι, παράλληλα μέ τόν μεθοδευμένο δημοσιογραφικό θόρυβο τῶν Μ.Μ.Ε., δημιουργοῦν κλίμα καί λειτουργοῦν ὡς μοχλός πίεσης πρός τά κόμματα καί τήν ἑκάστοτε κυβέρνηση.
Ἄλλωστε κατά τή συζήτηση στή Βουλή τοῦ νομοσχεδίου γιά τό «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης» πού εἶχε καταθέσει ἡ Κυβέρνηση τῆς Νέας Δημοκρατίας, δύο ἄλλα κόμματα τό ΠΑΣΟΚ καί ὁ ΣΥΡΙΖΑ ζήτησαν νά ἐπεκταθεῖ ἡ ἰσχύς του καί στά ὁμόφυλα ζευγάρια.
Ἐπιπλέον τό Ἐπιστημονικό Συμβούλιο τῆς Βουλῆς εἶχε τότε προειδοποιήσει τήν Κυβέρνηση γιά τό ἐνδεχόμενο παραβίασης τῆς Εὐρωπαϊκῆς Σύμβασης Δικαιωμάτων τοῦ Ἀνθρώπου ἐπειδή περιορίζει τήν πρόνοια τοῦ Συμφώνου Συμβίωσης στά ἑτερόφυλα πρόσωπα καί δέν τό ἐπεκτείνει καί στά ὁμόφυλα [18].
Ἄς σημειωθεῖ ἀκόμη ὅτι τό γεγονός, ὅτι δέν συμπεριλήφθηκαν στό «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης» καί τά ὁμόφυλα ζευγάρια, ἐπέτρεψε σέ κάποιους νά προσφύγουν στό Εὐρωπαϊκό Δικαστήριο Ἀνθρωπίνων Δικαιωμάτων, ἀπόφαση τοῦ ὁποίου δέν ἔχουμε ἀκόμη [19].
Ὅλα αὐτά, ὅπως φοβούμαστε, ἀργά ἤ γρήγορα, θά μᾶς φέρουν ὡς Ἐκκλησία ἀντιμετώπους μέ τήν ἀπόφαση κυβερνώντων καί κομμάτων νά ἀναγνωριστεῖ καί στήν πατρίδα μας νομικά ὁ «γάμος» τῶν ὁμόφυλων ζευγαριῶν ἤ νά ἐπεκταθεῖ τό «Σύμφωνο Ἐλεύθερης Συμβίωσης» πού ἰσχύει ἤδη γιά τά ἑτερόφυλα ζευγάρια καί στά ὁμόφυλα.
Κανείς δέν μπορεῖ νά γνωρίζει ἀπό τώρα τίς προϋποθέσεις πού θά τεθοῦν καί τά δικαιώματα πού θά ἀναγνωριστοῦν. Θά εἶναι ὅμως τραγικό, ἐάν φτάσουμε ὡς τό σημεῖο νά τούς ἀναγνωρισθεῖ καί τό δικαίωμα υἱοθεσίας παιδιῶν.
Καί τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι : Τί θά πράξουμε ὡς Ἐκκλησία ἐνώπιον ἑνός τέτοιου ἐνδεχομένου, τό ὁποῖο, ὡς φαίνεται, εἶναι σχεδόν βέβαιο καί χρονικά ὄχι πολύ μακρινό;
Θά ἀντιδράσουμε; Πῶς; μέ ποιούς τρόπους; μέ ποιά προετοιμασία καί σέ ποιά ἐπίπεδα; Καθολικά καί συντονισμένα ἤ, ὅπως συνηθίζουμε, δίκην ἐλεύθερων σκοπευτῶν μέ ἀμφίβολα ἀποτελέσματα;
Ἕνα δεύτερο : Ἄν παρά τήν ὀργανωμένη καί συντονισμένη ἀντίδρασή μας, ὅπως πρόσφατα συνέβη καί στή Γαλλία, ὁ περιώνυμος «γάμος» τύχει νομοθετικῆς ἀναγνώρισης, τί ὡς Ἐκκλησία θά πράξουμε;
Κατ᾽ ἀρχήν, ἔναντι τῶν κυβερνώντων καί τῶν βουλευτῶν πού θά ψηφίσουν μία τέτοια πρωτοφανῆ καί ἀχαρακτήριστη ρύθμιση. Θά συνεχίζουμε νά συμπορευόμαστε, ὅπως μέχρι σήμερα, σάν νά μήν ἔχει συμβεῖ τίποτε; Ἐρώτημα καίριας σημασίας.
Ἔναντι τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας μέ τή συγκεκριμένη σεξουαλική ἀπόκλιση, τά ὁποῖα ὅμως μέ τόν «γάμο» τους ἤ τή δημόσια «συμβίωσή» τους θά ἀποτελοῦν πρόκληση καί σκάνδαλο τέτοιου μεγέθους πού μέχρι σήμερα δέν γνώρισε ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ κατά τόν δισχιλιετῆ βίο της;
Ἐδῶ δέν πρόκειται γιά ἄσκηση οἰκονομίας ἤ γιά ἐπίδειξη τῆς φιλανθρωπίας τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι ἀσθενῶν μελῶν της πού ἁμάρτησαν βαρύτατα, ἀλλά γιά ἀνατροπή τῆς εὐαγγελικῆς ἠθικῆς καί τῆς φυσικῆς τάξεως, ἐγκαθιδρυμένης ἀπό τόν ἴδιο τόν Δημιουργό Θεό σέ μία ἀπό τίς ἱερώτερες πτυχές τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ὅπως εἶναι ἡ γενετήσια.
Συμπεραίνοντας ἐπιτρέψατέ μου νά ἐπισημάνω τά ἀκόλουθα :
α. Τά ἐναλλακτικά πρός τή συμβατική οἰκογένεια σχήματα ὀργάνωσης τοῦ ἰδιωτικοῦ βίου στήν ἐποχή μας, ὅ,τι δηλαδή ἀπό τήν πλευρά τῆς Ἐκκλησίας χαρακτηρίζουμε ὡς ἐκτροπές, ἀποτελοῦν φλέγοντα ζητήματα γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς μας.
β. Ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νά μελετήσει εἰς βάθος τά φαινόμενα καί μέ τή συμβολή στελεχῶν της Κληρικῶν καί θεολόγων μέ ἐξειδικευμένες γνώσεις καί λιπαρή θεολογική συγκρότηση νά διαμορφώσει τίς θέσεις της, τήν ἐκκλησιαστική δηλαδή μαρτυρία της.
γ. Ἡ Ἱερά Σύνοδος ἀξιοποιώντας τούς καρπούς αὐτῆς τῆς μελέτης θά ἔδει νά ὀργανώσει τήν ὑπεύθυνη ἐνημέρωση τοῦ Ἱεροῦ Κλήρου της καί τήν πνευματική καθοδήγηση τῶν μελῶν της μέ σύγχρονους καί πρόσφορους τρόπους. Ἡ γνωστοποίηση τῶν θέσεων καί τῶν ἀποφάσεών της μέ τή μορφή Ἐγκυκλίων ἀπευθυνομένων «Πρός τόν εὐσεβῆ ἑλληνικόν λαόν» καί σέ γλωσσική μορφή πού σήμερα ἀπωθεῖ εἶναι ξεπερασμένη καί ἀναποτελεσματική.
Τελειώνοντας σημειώνω ὅτι ἠθελημένα ἀπέφυγα νά προβῶ σέ συγκεκριμένες προτάσεις καί τοῦτο διότι φρονῶ, ὅτι αὐτές θά ἔδει νά προκύψουν ἀπό τή συνοδική διαβούλευση τοῦ ἱεροῦ σώματός μας καί νά ἐκφράζουν τό φρόνημα καί τή γνώμη ὅλων μας ἤ, τό λιγότερο, «τῶν πλειόνων».
Γιά τίς ἀτέλειες τῆς εἰσηγήσεως παρακαλῶ νά τύχω τῆς ἐπιεικείας Σας.
Γιά τήν ὑπομονή σας Σᾶς εὐχαριστῶ.»